- οἴχεται
- οἴχομαιgopres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μοἴχεται — οἴχεται , οἴχομαι go pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἴχεθ' — οἴχεται , οἴχομαι go pres ind mp 3rd sg οἴχετο , οἴχομαι go imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἴχετ' — οἴχεται , οἴχομαι go pres ind mp 3rd sg οἴχετο , οἴχομαι go imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οίχομαι — οἴχομαι και οἰχέομαι και συνηρ. τ. οἰχεῡμαι (Α) 1. πηγαίνω ή έρχομαι (α. «κατὰ στρατὸν ᾤχετο πάντη ὀτρύνων μαχέσασθαι», Ομ. Ιλ. β. «οἴχηται φεύγων» έφυγε και χάθηκε γ. «ὤχετ εὐθὺς ἀπιών» έφυγε και πάει, έφυγε τρέχοντας δ. «ἐκπέφευγ , οἴχεται… … Dictionary of Greek
JAVAN — fil. Iaphet. Gen. c. 10. v. 1. Is. c. 66. v. 19. Ezech. c. 27. v. 13. et 19. Ionum Parriarcha. Huius filii 4. Elisam Aeolum caput. Tharsis Cilicum auctor, Chettim Cypriorum, et Rhodanim Rhodiensium progenitor. torniel. A. M. 1931. n. 22. Sed vide … Hofmann J. Lexicon universale
SINTII vel SINTIES — SINTII, vel SINTIES Thraces, qui Lemnum olim incoluerunt. Homer. Il. a. v. 593. ubi de Vulcano: ΚάππεϚον εν Λήμνῳ Ἔνθα με Σίντιες ἄνδρες ἄφαρ κομίϚαντο το εσόντα. Idem de eodem Ulysseâ θ. v. 294. Οἴχεται εἰς Λῆμνον κατὰ Σίντιας ἀγριοφώνους … Hofmann J. Lexicon universale
μελαμφαής — μελαμφαής, ές (Α) αυτός που έχει μαύρη, σκοτεινή όψη, μαύρος, σκοτεινός, ζοφερός («μελαμφαὲς οἴχεται δι Ἔρεβος χθονὶ κρυφθείς», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + φαής (< φάος), πρβλ. λαμπρο φαής, χρυσο φαής] … Dictionary of Greek
πολυπλανής — ές, Α 1. ο πολυπλάνητος, αυτός που πλανιέται άθελα του σε πολλά μέρη («ὁ δ ἐμός ἐν ἁλὶ πολυπλανὴς πόσις ὀλόμενος οἴχεται», Ευρ.) 2. ο διαρκώς κινούμενος, ασταθής («πεζὸν και ἔνυδρον καὶ πολυπλανὲς καὶ ἀπλανές», Πλάτ.) 3. (για φυτό) αυτός που… … Dictionary of Greek
υπεκχωρώ — έω, Α 1. απομακρύνομαι, αποσύρομαι, φεύγω κρυφά, χωρίς να γίνω αντιληπτός («ὑπεξεχώρεε ἐμπρήσας τε τὰς Ἀθήνας», Ηρόδ.) 2. (με δοτ.) αποσύρομαι παραχωρώντας την θέση μου σε άλλον 3. αποφεύγω, διαφεύγω («τὸ δ ἀθάνατον, σῶν καὶ ἀδιάφθορον οἴχεται… … Dictionary of Greek
ei- — ei English meaning: to go Deutsche Übersetzung: “gehen” Note: extended ei dh , ei gh , i tü and i̯ ü , i̯ ē : i̯ō : i̯ǝ Material: O.Ind. ēmi, ēti, imáḥ, yánti “go”, Av. aēiti, yeinti, O.Pers. aitiy “goes”, themat. Med.… … Proto-Indo-European etymological dictionary